- μοχθηρός
- -ή, -ό (ΑΜ μοχθηρός, -ά, θηλ. και -ός -όν, Α και μόχθηρος, -ον)κακός, φαύλος, πανούργος, ανέντιμος, αχρείοςνεοελλ.αυτός που αισθάνεται φθόνο για την ευτυχία τών άλλων, κακόβουλος, δόλιος, κακεντρεχής, φθονερόςμσν.1. αυτός που προκαλεί φόβο, φοβερός, δεινός2. αυτός που προκαλεί βλάβη στην υγεία, βλαβερός, επιζήμιος3. αυτός που είναι σε κακή κατάσταση,4. ασθενικός, αρρωστιάρικος5. το ουδ. ως ουσ. τo μοχθηρόν α) το μουχτερόβ) δυσκολίαγ) δυσαρέσκεια6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοχθηράτα βλαβερά για την υγείαμσν.-αρχ.1. αυτός που υφίσταται μόχθους, κόπους, κακοπάθειες («ὦ Ζεῡ, γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος μοχθηρόν», Αισχύλ.)2. (για καταστάσεις) ο συνυφασμένος με αθλιότητες ή με δυσχέρειες ή αυτός που γίνεται με δυσκολίες και κινδύνους («οὕτω ὁ μὲν θάνατος, μοχθηρᾱς ἐούσης τῆς ζωῆς, καταφυγὴ αἱρετωτάτη τῷ ἀνθρώπῳ γέγονε», Ηρόδ.)αρχ.1. (για πρόσωπα) άσχημος, δύσμορφος, δυσειδής2. (για πράγματα) αυτός που βρίσκεται σε άθλια κατάσταση3. (για επιχειρήματα) εδραιωμένος σε. εσφαλμένη βάση, σαθρός4. φρ. «μοχθηρά τλῆναι» — το να υφίσταται κανείς ταλαιπωρίες, μόχθους, βάσανα (Αισχύλ.).επίρρ...μοχθηρώς και -ά (ΑΜ μοχθηρῶς)με μοχθηρό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μόχθος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. πον-ηρός). Ο τ. μόχθηρος με ηθική σημ. «κακός, φαύλος» τονίστηκε από αρχαίους γραμματικούς στην προπαραλήγουσα, μόχθηρε (πρβλ. και πόνηρε), πράγμα που οφείλεται είτε στη γενικότερη τάση αναβιβασμού τού τόνου στην κλητική (πρβλ. Σωκράτης - Σώκρατες, γυνή -γύναι κ.τ.ό.) είτε σε λόγους εμφάσεως].
Dictionary of Greek. 2013.